- Τέλεσι
- Τέλεσιςeventfem voc sgΤέληςmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέλεσι — τέλεσις event fem voc sg τέλος coming to pass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλεσ' — Τέλεσι , Τέλεσις event fem voc sg Τέλεσι , Τέλης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλεσ' — τέλεσι , τέλεσις event fem voc sg τέλεσι , τέλος coming to pass neut dat pl τέλεσαι , τελέω fulfil aor imperat mid 2nd sg τέλεσα , τελέω fulfil aor ind act 1st sg (homeric ionic) τέλεσε , τελέω fulfil aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
κρυφίνους — κρυφίνους, ουν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κρυψίνους», ύπουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) το ι πιθ. κατ επίδρασιν του κρυψίνους, + νους (< νοῦς), πρβλ. δοκησί νους, τελεσί νους] … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τελεσίγραφο — το, Ν 1. τελικό έγγραφο που δεν επιδέχεται καμία μεταβολή 2. (νομ.) έγγραφη προειδοποίηση ενός κράτους προς άλλο κράτος ή ομάδας ή οργανισμού κρατών προς κράτος ή ομάδα κρατών με το οποίο απαιτείται από τη δεύτερη πλευρά να λάβει ορισμένα μέτρα,… … Dictionary of Greek
τελεσίδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο μέσο, ανέκκλητος («τελεσίδικη απόφαση») 2. το ουδ. ως ουσ. το τελεσίδικο(ν) η τελεσιδικία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δικος (< δίκη), πρβλ. φιλό δικος] … Dictionary of Greek
τελεσίδρομος — ον, Α 1. ο τελεοδρόμος* 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τελεσίδρομος όνομα ήρωα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δρόμος (πρβλ. τανυσί δρομος)] … Dictionary of Greek
τελεσίκαρπος — ον, Α (για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη διαδικασία ωρίμασης τών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + καρπός (πρβλ. τελειό καρπος)] … Dictionary of Greek